- εὐωδίασε
- εὐωδίασεεὐωδιάζωhave a sweet savour: aor ind act 3rd sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
εὐωδίασε — εὐωδιάζω have a sweet savour aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευωδιάζω — (ΑΜ εὐωδιάζω) [ευωδία] 1. αναδίδω ευωδιά, μυρίζω όμορφα, μοσχοβολώ 2. (μτβ.) προσδίδω ευωδιά σε κάποιον ή σε κάτι, τόν κάνω να μοσχοβολά («γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της», Σολωμ.) αρχ. παθ. εὐωδιάζομαι μοσχοβολώ … Dictionary of Greek